σεξισμός,Ανάλυση λόγου,Βία

Είν’ ανανδρία να χτυπάς;

του Άκη Γαβριηλίδη

Το 1952, η «τραγουδίστρια της νίκης» Σοφία Βέμπο ηχογράφησε το τραγούδι «Το χαστούκι», γραμμένο από το στιχουργικό δίδυμο Γιαννακόπουλου – Τραϊφόρου. Εκ των οποίων ο δεύτερος ήταν επί δεκαετίες σύζυγός της και εταίρος της σε μια ενσάρκωση του ετεροκανονιστικού και ελληνοκανονιστικού ζευγαριού «στη ζωή και στην τέχνη». Στους στίχους αυτούς μιλά μια ταλαιπωρημένη γυναίκα και καλεί έναν άντρα να της δώσει το εν λόγω «χαστούκι». Όπως και η Άντζελα Δημητρίου στη γνωστή διαφήμιση πολυκαταστήματος παιχνιδιών.

Από το τραγούδι εκείνο δεν φάνηκε να πολυενοχλήθηκε κανείς. Πάντως δεν ζητήθηκε ποτέ η απόσυρσή του.

Ως ένα βαθμό, πιθανολογώ ότι με βάση τις βιογραφικές λεπτομέρειες των συντελεστών του, οι οποίες ήταν γνωστές σε όλους, το τραγούδι διαβάστηκε ως μία μελοδραματική υπερβολή και όχι ως ενθάρρυνση για σωματική βιαιοπραγία στην πραγματική ζωή. Εξάλλου, στην ίδια τη διατύπωση η λέξη «χαστούκι» χρησιμοποιείται με την έννοια του ψυχικού πλήγματος, της απόρριψης (εφόσον θα πρόκειται για ακόμα ένα σε σχέση με πολλά άλλα χαστούκια που είχε δεχτεί το τραγουδιστικό υποκείμενο από την μέχρι τότε «φριχτή» ζωή του).

Αλλά μήπως αυτό το νόημα δεν έχει η προτροπή που διατυπώνεται στη διαφήμιση; Πριν φτάσουμε στην καταληκτήρια φράση, υπάρχει η παρωδιακή αναφορά σε γνωστό παλαιό σουξέ της τραγουδίστριας, όπου σκηνοθετείται μία γυναίκα να απευθύνεται, σε τόνο passive-aggressive, σε έναν πρώην που την εγκατέλειψε για χάρη μίας άλλης. Το «χτύπα», όσο και αν οι στίχοι ηθελημένα αδιαφορούν για την αφηγηματική συνοχή και αληθοφάνεια, φαίνεται μάλλον να αναφέρεται στην απόρριψη («μη με λυπηθείς λοιπόν, δεν σε παρακαλάω») και όχι σε πραγματικό ξυλοδαρμό.

Μήπως αυτή η διαπίστωση, σε συνδυασμό με το διάχυτο κλίμα παρωδίας που χαρακτηρίζει τη διαφήμιση, θα έπρεπε να μας οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι η απόφαση για απόσυρση της φράσης είναι άδικη, «υστερική», αθέμιτα λογοκριτική;

Κατά τη γνώμη μου, όχι. Όχι απαραίτητα.

Θα πρέπει να εγκαταλείψουμε την προσέγγιση κατά την οποία ο «σεξισμός» είναι μία ουσία η οποία είτε ανευρίσκεται είτε όχι μέσα στα λόγια αυτά καθαυτά –των τραγουδιών, των ποιημάτων, των μυθιστορημάτων, των διαφημίσεων, ή και των καθημερινών συζητήσεων. Το νόημα είναι μία λειτουργία, όχι μία ποσότητα.

Το ίδιο και οι προσήκουσες αρρενωπότητες/ θηλυκότητες.

Αν κοιτάξουμε το ίδιο το στιχούργημα που γέννησε ο Τραϊφόρος μαζί με το ένα έτερόν του ήμισυ και χάρισε στο έτερο έτερόν του ήμισυ, θα δούμε να λέγεται εκεί απερίφραστα και με διδακτικό τόνο ότι είν’ ανανδρία να χτυπάς (… ένα ανθρώπινο κουρέλι). Άρα, η ίδια η πράξη του ξυλοδαρμού, είτε κυριολεκτική είτε μεταφορική, στη μία περίπτωση περιλαμβάνεται και στην άλλη αποκλείεται από την ενδεδειγμένη και αναμενόμενη από έναν άνδρα συμπεριφορά.

Αν ψάξουμε στην ελληνική δισκογραφία, και μάλιστα αρκετά πιο πρόσφατη, θα βρούμε τουλάχιστον ένα τραγούδι που να αναφέρεται χωρίς μισόλογα σε μία πράξη ενδοοικογενειακής βίας, κατά τρόπο από κάθε άποψη χειρότερο και από τα δύο προαναφερθέντα παραδείγματα. Eίναι το «Η κασέτα και η Λέττα», το οποίο έγραψαν τη δεκαετία του 70 ο Γιάννης Λογοθέτης και ο Γιάννης Κιουρκτσόγλου και τραγούδησαν ο Δημήτρης Πουλικάκος και η Ιωάννα Κιουρκτσόγλου. Συμπαθέστατοι και αξιόλογοι όλοι τους, πλην όμως το συγκεκριμένο τραγούδι είναι μία μάλλον αμήχανη στιγμή στην καριέρα τους. Αρχίζει με ευφυέστατα και κοφτερά τετραστιχάκια που εκφωνούνται διαλογικά, χωρίς ρεφραίν, αλλά στο τέλος φαίνεται σαν να εξαντλείται, σαν να μην ξέρει προς τα πού να πάει, και επιλέγει να τελειώσει με τον πρωταγωνιστή να μας διαβεβαιώνει ότι «τηνε κάνει μπλε στο ξύλο». Όχι μόνο αυτό, αλλά ο ξυλοδαρμός αυτός εμφανίζεται και εδώ ως διακαής επιθυμία και απαίτηση της περί ης ο λόγος Λέττα, στην οποία ο σύζυγος ανταποκρίνεται απρόθυμα και μέσω αντιπροσώπου.

Εάν κανείς μου πει ότι η ελεύθερη κυκλοφορία του τραγουδιού αυτού όλα αυτά τα χρόνια δεν είχε ως αποτέλεσμα την αύξηση των κρουσμάτων γυναικείας κακοποίησης, δεν μπορώ ούτε προτίθεμαι να του αποδείξω το αντίθετο. Μπορώ όμως να ισχυριστώ ότι η παρέμβαση που ζητά την αφαίρεση της επίμαχης φράσης από τη σημερινή διαφήμιση μπορεί να αποδειχθεί χρήσιμη και γόνιμη. Όχι επειδή θα «βάλει σε τάξη» το πεδίο του λόγου, θα το αποκαθάρει και θα το προσαρμόσει σε μία εύρυθμη λειτουργία, αλλά ακριβώς για τον αντίθετο λόγο: στο βαθμό που καταφέρει να λειτουργήσει ως διακοπή, ως αιφνιδιασμός.

Οι απόψεις που απορρίπτουν την παρέμβαση αυτή ως «λογοκρισία» νομίζω ότι οι ίδιες είναι τις περισσότερες φορές θύμα μίας ανάγνωσης του επικοινωνιακού πεδίου με βάση την «καταπιεστική υπόθεση». Την αντίληψη δηλαδή ότι «εξουσία» είναι αυτό που σταματά, που παρεμποδίζει, που οδηγεί στη σιωπή. Από την εποχή του Φουκώ, όμως, θα έπρεπε να ξέρουμε ότι οι λόγοι και οι ροές τους διαμορφώνουν υποκειμενικότητες και καταναγκασμούς εξίσου όσο και οι απαγορεύσεις, αν όχι περισσότερο. Και από ακόμα παλιότερα, από την εποχή του Φρόιντ, ξέρουμε ότι το χιούμορ δεν είναι κάτι α-σήμαντο, άνευ νοήματος, αλλά αποτελεί προϊόν και έκφραση ενός συσχετισμού δυνάμεων, άρα ένα πεδίο διαφιλονικούμενο. Με το να λέει λοιπόν κανείς «έλα μωρέ, ένα αστείο κάναμε, ξεκολλήστε», «δεν έχετε χιούμορ» κ.λπ., δεν ξεμπερδεύει με την υποχρέωση να αναρωτηθεί τι είδους χιούμορ έκανε και με τι κοινωνικά αποτελέσματα συνδέεται αυτός ο αστεϊσμός.

Από αυτή την άποψη, το ξάφνιασμα και το σταμάτημα που προκλήθηκε στην ανεμπόδιστη ροή των λόγων ίσως δώσει στους ενδιαφερόμενους τη δυνατότητα να διερωτηθούν για το τι σημαίνει το μέχρι τώρα κεκτημένο τους δικαίωμα να αναφέρονται σε χαστούκια ως κάτι φυσικό, ουδέτερο, και μάλιστα διασκεδαστικό. Και αυτό πράγματι φαίνεται ότι συμβαίνει. Για παράδειγμα, η πρωταγωνίστρια του κλιπ βλέπω ότι αρχίζει να διερωτάται μήπως είναι εξίσου προβληματική η απεικόνιση της σωματικής τιμωρίας στην κωμωδία «Το ξύλο βγήκε από τον παράδεισο». Περίφημα: πολύ καλά κάνει, είναι σε καλό δρόμο. Εάν συνεχίσει να διερωτάται, και αυτή και όσοι άλλοι/-ες δεν είχαν ποτέ διερωτηθεί μέχρι τώρα, αυτό θα σημαίνει ότι η απόφαση έπιασε τόπο. Εάν πάλι ο θόρυβος αυτός οδηγήσει σε μία πραγματική εκστρατεία αναδρομικής ανεύρεσης και απόσυρσης κάθε σχετικής αναφοράς από τραγούδια και ταινίες των τελευταίων 50 χρόνων, τότε πράγματι θα αποτελεί ανελεύθερη και ανόητη εξέλιξη στην οποία θα πρέπει να αντισταθούμε. Νομίζω όμως ότι βρισκόμαστε ακόμα αρκετά μακριά από το σημείο αυτό.

Κλασσικό

2 σκέψεις σχετικά με το “Είν’ ανανδρία να χτυπάς;

  1. Ο/Η Γιώργος λέει:

    «Αν είναι έτσι, αυτό από μόνο του διαψεύδει την αφελή θετικιστική πίστη ότι μπορούμε, με βάση και μόνο τη γλώσσα του καλλιτέχνη –ή με βάση μία διαυγή μεταγλώσσα που θα την μετέφραζε χωρίς κανένα υπόλοιπο-, να αποφανθούμε τελεσίδικα ότι το έργο του είναι «ρατσιστικό» ή «αντιρατσιστικό», προοδευτικό ή συντηρητικό, με τον παλιό ή τον καινούριο κόσμο κ.ο.κ. Δεν υπάρχει τέτοια μεταγλώσσα· κάθε λόγος είναι ένα δημόσιο μυστικό, είναι αναγκαία αμφίσημος, και το νόημα είναι έκθετο και διασπορικό. Αντί να αντιμετωπίζουμε τους θεατές –και τους εαυτούς μας ως θεατές- σαν αχειράφετους ανήλικους, ας τους (μας) αναγνωρίσουμε ένα ρόλο χειραφετημένου θεατή, ο οποίος από μία καλλιτεχνική ή/ και πολιτική απόφανση μπορεί να συναγάγει έναν νέο μερισμό του αισθητού· κάτι που να μας επιτρέπει να ακούσουμε ό,τι ως τώρα δεν ακουγόταν, να μιλήσουμε για κάτι για το οποίο δεν πολυμιλούσαμε επειδή φανταζόμασταν ότι δεν αξίζει τον κόπο, ότι δεν υπάρχει κάτι ιδιαίτερο να ειπωθεί.»

    από παλιότερο κείμενο σας. θα μπορούσαμε να αξιοποίησουμε τις σκέψεις αυτές και να δούμε μία διάσταση στο σποτακι που αμφισβητεί, παρωδει το σεξιστικο περιεχόμενο και ως εκ τούτου δεν υπάρχει κανένας λόγος να κοπεί η φράση;

    Μου αρέσει!

    • Και στο παλιότερο και σ’ αυτό, τα ίδια λέω: ότι το νόημα δεν ενυπάρχει αλλά παράγεται. Και η παραγωγή αυτή είναι ενδεχομενική.
      Τόσο η παρωδία, όσο και η έκκληση να αποσυρθεί είναι στιγμές αυτής της παραγωγής.

      Μου αρέσει!

Σχολιάστε

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.